- αρτηριοτομώ
- ἀρτηριοτομῶ (-έω) (Α)1. κόβω μια αρτηρία2. παθ. μου κόβουν μια αρτηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηρία + -τομώ < τόμος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek